τρώση

τρώση
[-ωσις (-εως)] η ранение; рана

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τρώση" в других словарях:

  • τρώση — η / τρῶσις, ώσεως, ΝΑ τραυματισμός αρχ. (σχετικά με δέντρο) πληγή από χτύπημα ή άλλη αιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω + κατάλ. σις (πρβλ. βρῶ σις)] …   Dictionary of Greek

  • τρώση — η τραυματισμός, πλήγωμα, λάβωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρώσῃ — τιτρώσκω wound aor subj mid 2nd sg τιτρώσκω wound aor subj act 3rd sg τιτρώσκω wound fut ind mid 2nd sg τρώσηι , τρῶσις wounding fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώσηι — τρώσῃ , τιτρώσκω wound aor subj mid 2nd sg τρώσῃ , τιτρώσκω wound aor subj act 3rd sg τρώσῃ , τιτρώσκω wound fut ind mid 2nd sg τρῶσις wounding fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»